- κενοσπουδία
- κενοσπουδία, ἡ (Α) [κενόσπουδος]η ασχολία με μάταια και μηδαμινά πράγματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενοσπουδία — κενοσπουδίᾱ , κενοσπουδία zealous pursuit of frivolities fem nom/voc/acc dual κενοσπουδίᾱ , κενοσπουδία zealous pursuit of frivolities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοσπουδίᾳ — κενοσπουδίᾱͅ , κενοσπουδία zealous pursuit of frivolities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοσπουδίας — κενοσπουδίᾱς , κενοσπουδία zealous pursuit of frivolities fem acc pl κενοσπουδίᾱς , κενοσπουδία zealous pursuit of frivolities fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοσπουδίαι — κενοσπουδίᾱͅ , κενοσπουδία zealous pursuit of frivolities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοσπουδίαν — κενοσπουδίᾱν , κενοσπουδία zealous pursuit of frivolities fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
Καβαδίας, Μακάριος — (Κεφαλονιά 1750; – Κέα 1824). Λόγιος, κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Πρέβεζα και αργότερα στην Άρτα και απέκτησε σύντομα φήμη σοφού ελληνιστή και μαχητικού ιεροκήρυκα. Το 1786 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη,… … Dictionary of Greek
ՍՆԱՎԱՍՏԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0724 Chronological Sequence: Unknown date գ. κενοσπουδία inane studium. Ընդունայն աշխատութիւն. զուր ջան. պարապ կամ փուճ աշխատանք. *Հայէր ʼի սնավաստակութիւն (կամ թիւնս) նոցա, եւ ժպտէր զնոքօք. ՃՃ.: 1 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)